- λιποείδωση
- ηη λιπίδωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιποείδωση ή λιπίδωση — Γενικός όρος που αναφέρεται σε διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων με αποτέλεσμα την υπερβολική συγκέντρωση μερικών από αυτών στο σώμα. Ορισμένες από αυτές τις διαταραχές είναι κληρονομικές και οφείλονται σε έλλειψη κάποιου από τα ένζυμα του … Dictionary of Greek
λιπίδωση — και λιποείδωση, η συν. στον πληθ. οι λιπιδώσεις ή λιποειδώσεις ιατρ. ομάδα σπάνιων σχετικά κληρονομικών παθήσεων τού μεταβολισμού τών λιπών οι οποίες χαρακτηρίζονται από άθροιση λιπιδίων διαφόρων τύπων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek